μικροκλοπή

μικροκλοπή
η
κλοπή μικρών αντικειμένων ασήμαντης αξίας, μικροκλεψιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μικροκλοπή — η κλοπή αντικειμένων μικρής αξίας: Δικάστηκε για μικροκλοπές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μικροκλεψιά — η μικροκλοπή, κλοπή μικροπραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + κλεψιά (< κλέπτω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”